Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Ταγγερίνι.

Ολάνθιστες μες τον βαρύ χειμώνα
μαζεύονται οι μανταρινιές. 
Καρτερούν να μπουν μες τα ξύλινα καφάσια
να γεμίσουνε τους δρόμους. 

Στον θάνατο 
θα πιούμε τους χυμούς της.
Και στην ακάλυπτη καρότσα, 
τραγουδώντας θα απαιτούμε 
να νικήσει η ζωή.,

Να μαχόμαστε για τις ανθισμένες μανταρινιές,
σε καιρούς ζοφερούς, θα έχουμε μόνο αυτές. 

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Τα κόκκινα γαρύφαλλα.

 Η αποσύνθεση των γαρύφαλλων 
πίσω από τις σιδερένιες πόρτες,
σφαγιάζει την ψυχή σου
στην θέαση τους.

Σκύβει, λησμονεί και κλαίει,
σιωπηλά, αδημονεί και σπέρνει.

Τα κόκκινα γαρύφαλλα,
δεν μαραίνονται αφού κοπούν.
Ανασαίνουν μόλις αγγιχτούν
από δάχτυλα που ζουν. 

Σιωπηλά, ανυψώνεται και γνέφει 
σκύβει, ορθώνεται και τρέφει.



Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Περιδίνηση.

Ζεστή σαν είναι η θάλασσα 
κρύους νεκρούς δεν θέλει να πενθεί στα άπατα.
Φραγμό δεν έχει ο πόνος 
και κρύβει την σιωπή της στ'άδυτα.

Στριγκός ο ήχος των λυγμών
στην άνιση μάχη των παθών.
Ισόθεα την κάνει με το πέρας 
μαυλίζοντας τα δάκρυα στο πέρασμα της μέρας. 

Άφρων την φώναζαν, μπας κ σώσει την λίγη λογική της
μα κείνη σα να βύθιζε σκαρί μες στη σιγή της. 
Και το εκηβόλο όπλο της, είθε να'ναι η δύναμη της
μπουκάροντας στις δίνες της, χωρίς την σύμπραξή της. 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Οι πεινασμένοι γλάροι.

Του εξηγούσε πως οι γλάροι του Πειραιά 
είναι πεινασμένοι, όχι μόνο από τροφή 
μα κ από αγάπη.
Χάνουν τον ύπνο τους, να ψάχνουν στα θολά νερά
ένα ξεροκόμματο να τραφούν
και φτάνουν να κάνουν συμβιβασμούς με τα πουλιά της στεριάς,
Κάτι λειψό να τους πετάξουν, να στυλωθούν έστω κ λίγο.
Ποιος;! Ο γλάρος!
Άκου να δεις καμώματα
μες στα θαλασσώματα.
Τον ρωτάει λοιπόν :


«Ακόμα δεν με αγαπάς;»
«Πρέπει να κοιμηθώ.» Αποκρίθηκε.
«Και όταν πρέπει να κοιμηθείς, δεν επιτρέπεται να μ'αγαπάς;
εγώ πεινάω, αγάπησε με!»
«Έχω σκάσει.» Να της λέει...
«Θα με αγαπήσεις μάλλον αύριο ε; Που θα 'χει τροφή για πέταμα από τα βαπόρια...
Και εντάξει, σήμερα ήταν παγκόσμια ημέρα αγάπης και δεν με αγάπησες καθόλου.
Είναι κι αυτό μια τροφή, για σκέψη, γλάρε μου!»
«Εσύ φταις.» Κατέληξε εκείνος. 

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Γδάρτης.

Προσευχόταν η καψερή
να΄ναι πολύχρωμες οι μέρες μας
σαν γεμιστά μες στο ταψί,
πράσινα και κόκκινα και μελιτζανί,
ερχότανε σε κάθε δοκιμή
για να ζυγιάσει την ζωή.

Απομεσήμερο τα 'βγαζε απ'το φούρνο
να τα στοιβάξει στο παραθύρι απάνω,
να δει την ευτυχία να 'ρχεται
σαν τον έσπερο,
στο αστεροδιάστιχτο στερέωμα από κάτω. 

Και μες στις λεμονιές,
μες του Μάρτη τις γιορτές
είναι η άνοιξη πλανεύτρα 
που μας ζει στα δυο της χέρια.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Θάλασσα νούμερο 31.

Κάθε φορά μου ανοιγόμουν,
τα κύματα χτυπούσαν κάτω απ΄τους αγκώνες. 
Με τον τρόπο της η θάλασσα 
μου έτρωγε τους λαγόνες.
Έμπαινα στον βυθό, 
να πάρω ανάσα στο κρυφό.
Η θύμηση είναι λησμονιά 
κ η σκέψη κρότος.
Στεκόμουν μες στο πέλαγος 
να δω εκείνα που δεν βλέπονται 
που χάνονται και φθείρονται,
βουλιάζουν και συνθλίβονται 
στην άμμο μέσα βαθιά 
βαλτώνουν και συντρίβονται. 

Η θάλασσα είναι ο μόνος τόπος
που θα σε χρησιμοποιήσει 
για το ίδιο, το δικό σου, το τραγικό το τέλος. 




Κυριακή Νοέμβρη.

Δεν θέλω να φεύγεις κάθε πρωί. 
Θέλω να μένεις
να με ζεσταίνεις,
κάτω απ΄τη κουβέρτα να με χαϊδεύεις.
Να ξυπνάς το πρωί και να μου φιλάς τα μάτια
να πάψουν πια να είναι υγρά και άδεια.
Να βρίσκουν καταφύγιο κάτω από τα βλέφαρα μου
τα χείλη σου με γέλιο σαν βρεθούν μπροστά μου.

Κι εγώ να μένω.
Να μην φεύγω κάθε τρίτη μέρα για καιρό
να είμαι εκεί να σε ξυπνώ
να έρχομαι να σου χτυπώ με χάδι
να μου ανοίγεις, 
να μπαίνω μέσα σου το βράδυ.
Να'ναι κάθε μέρα Κυριακή 
και κάτω από δέρμα μου να νιώθω τη βροχή. 

Θέλω να μην είναι κρύα πια
τα χέρια μου τα βράδια.

Κι ας φεύγεις κάθε πρωί
κι ας φεύγω κάθε τρίτη μέρα για πολύ.